- μορφινίζω
- 1. αναισθητοποιώ, ναρκώνω χρησιμοποιώντας μορφίνη2. μτφ. καταγοητεύω ή καταδημαγωγώ κάποιον, ώστε να μην μπορεί να σκεφθεί και να κρίνει σωστά, εξαπατώ, ξεγελώ, αποκοιμίζω κάποιον με απατηλούς λόγους3. (το μέσ.-παθ.) μορφινίζομαιπαίρνω μορφίνη συστηματικά, είμαι μορφινομανής.[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφίνη (πρβλ. αγγλ. morphinize). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.